Διδάσκεται η εκκλησιαστική ιστορία του ελλαδικού χώρου από την μονομερή ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833) έως και τις ημέρες μας

To μεταπτυχιακό μάθημα για τη Διοίκηση και Οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος περιλαμβάνει την αντιμετώπιση θεολογικών και πρακτικών πτυχών. Ακολουθεί ένα περίγραμμα και εισαγωγή στην Εκκλησία της Ελλάδος, βασιζόμενο στο Ιστορικό υπόβαθρο και εξέλιξη, τα Δογματικά θεμέλια και πεποιθήσεις, αλλά και το ρόλο της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία. Μεταξύ των άλλων το μάθημα διατρέχει ζητήματα όπως η έννοια της τοπικής εκκλησίας και η αυτονομία της, η Ηγεσία και Ιεραρχία της Εκκλησίας, ο ρόλος του κλήρου: επισκόπων, ιερέων, διακόνων κ.λπ., η σημασία του Πατριαρχείου και των Μητροπολιτών στην Εκκλησία της Ελλάδος, το Κανονικό Δίκαιο και η Εκκλησιαστική Διοίκηση, επισκόπηση εκκλησιαστικών νόμων και κανόνων, η δομή και η λειτουργία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα, χρηματοοικονομική διαχείριση, ο ρόλος της λειτουργίας στη ζωή της Εκκλησίας, μυστήρια και τελετουργίες, ημερολόγιο και η σημασία του, διοίκηση Ενορίας, σχέσεις με άλλα χριστιανικά δόγματα, Κοινωνική προβολή και ιεραποστολικό έργο, ο ρόλος της Εκκλησίας στην κοινωνική δικαιοσύνη και τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες, κ.α.

 

Στο μεταπτυχιακό αυτό μάθημα επιχειρείται η διερεύνηση όλων των δυνατών σχέσεων (φιλοσοφικών, θεολογικών, ηθικο-ψυχολογικών, κοινωνικών, ιδεολογικο-πολιτικών) ελληνικού Πολιτισμού και Ορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, μελετάται η ζύμωση των δύο κόσμων (Αθήνας και Ιερουσαλήμ) ή των δυο τρόπων τού σκέπτεσθαι» κατά τη μακραίωνη πορεία και εξάπλωση του Χριστιανισμού, και η επισήμανση των ομοιοτήτων ή διαφορών τους.

Συγκεκριμένα, το Μεταπτυχιακό αυτό εξετάζει: 1) τι είναι πολιτισμός και δη αρχαιοελληνικός (Πλάτων, Αριστοτέλης, Επίκουρος), 2) τη σχέση θρησκείας (Χριστιανισμού και Ορθοδοξίας) και πολιτισμού, 3) τις αλληλο-επιρροές Ελληνισμού, Ρωμαϊσμού, Ιουδαϊσμού και Χριστιανισμού, 4) τα κοινά στοιχεία Ελληνισμού και Ορθόδοξης Εκκλησίας, 5) τις διαφορές μεταξύ αρχαιοελληνικού και ιουδαιοχριστιανικού πολιτισμού, 6) τη διαμόρφωση της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, 7) τα θρησκευτικά στοιχεία του Βυζαντινού Πολιτισμού, 8) τις ψυχοκοινωνικές λειτουργίες των ιερών Συνόδων και των ιερών Κανόνων απέναντι κυρίως στα εκκλησιαστικά σχίσματα, 9) τις θεολογικές ζυμώσεις επί Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, 10) τα πολιτιστικά επιτεύγματα της ελληνορθόδοξης χριστιανικής Εκκλησίας του 19ου αιώνα, 11) τη χριστιανικότητα του νεοελληνικού πολιτισμού και της μετανεωτερικότητας, 12) σύγχρονες τάσεις της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας και 13) την προσφορά τής ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στον οικουμενικό Χριστιανισμό και τον παγκόσμιο πολιτισμό.  

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να δραστηριοποιηθεί εντός ενός κόσμου κυριάρχων κρατών αλλά και άλλων παραγόντων με διεθνή παρουσία. Ως εκ τούτου, έρχεται σε επαφή και επικοινωνία με όλους αυτούς. Οι τοπικές Εκκλησίες (Πατριαρχεία, Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, Αυτόνομες), από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής τους έπρεπε να συνδιαλεχθούν και να διαπραγματευθούν με τις κοσμικές αρχές και τις άλλες Εκκλησίες. Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκε μια διπλωματία στο χώρο της Εκκλησίας, προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα που κατά καιρούς παρουσιάζονταν και να επιτευχθούν οι στόχοι της. Την εκκλησιαστική διπλωματία ανέπτυξαν ιδιαίτερα τα Πατριαρχεία, ιδιαίτερα το Οικουμενικό, ενώ εφαρμόστηκε και από την Εκκλησία της Ελλάδος, στις σχέσεις της με τις κοσμικές αρχές και τις άλλες Εκκλησίας. Στα πλαίσια του μαθήματος, θα μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο η Ελλαδική Εκκλησία εφάρμοσε και εφαρμόζει τη διπλωματία αυτή. Παράλληλα, μέσα στη μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας δημιουργήθηκε μια εθιμοτυπία, η οποία αφορά στην τάξη μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, καθώς και στη συμπεριφορά των προκαθημένων των Εκκλησιών, των ιεραρχών, των κληρικών και των μοναχών απέναντι στις εκκλησιαστικές, και τις κοσμικές αρχές. Η εκκλησιαστική εθιμοτυπία προβλέπει ρυθμίσεις για κάθε έκφανση της ζωής της Εκκλησίας, από τις πιο απλές μέχρι τις πιο σύνθετες. Φυσικά, στην εθιμοτυπία αυτή καθοριστικό πλαίσιο είναι η τάξη των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στηρίζεται στην παράδοση και την εθιμοτυπία, τις οποίες και χρησιμοποιεί για την πορεία της προς το μέλλον.

Ο φοιτητής θα μπορέσει να κατανοήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδόθηκε από τον απόστολο των εθνών Παύλο ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα και συνεπώς στην Ευρώπη. Επίσης μέσω της κριτικής προσέγγισης των φιλολογικών πηγών (κατεξοχήν των Πράξεων των Αποστόλων και των παύλειων Επιστολών), των επιγραφών και των άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, παλαιών και κατεξοχήν των νεότερων, θα είναι ικανός να ανασυνθέσει το κλίμα των ελληνικών πόλεων γύρω από το Αιγαίο Πέλαγος τον 1ο αι. π.Χ. - 2ο αι. μ.Χ.

Στο μάθημα αυτό συνεξετάζονται πτυχές των σχέσεων της Ορθοδοξίας με τον Ελληνισμό μέσα από την ανάπτυξη του ιστορικοπολιτισμικού μορφώματος που αποκαλούμε «Ορθόδοξο Πολιτισμό», σε συνάρτηση και σύζευξη με τα στοιχεία εκείνα που διαχρονικά οδήγησαν στη διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας. Ειδικότερα παρουσιάζονται σημαντικοί σταθμοί που έχουν την αφετηρία τους ήδη στους πρώτους αιώνες ζωής της Εκκλησίας και εκτείνονται ώς τη θεώρηση της κοινής πορείας του Ορθόδοξου Πολιτισμού και του Ελληνισμού στο σύγχρονο γίγνεσθαι.

Το μάθημα μελετά την εξέλιξη, την πορεία και τη διαμόρφωση των εκκλησιαστικών σχέσεων και δεσμών μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ευρύτερου ιστορικού ελλαδικού χώρου. Επίσης, προβαίνει σε περιγραφή και ανάλυση στιγμών της ιστορίας τόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου όσο και της ελληνικού χώρου και μέσα από την επεξεργασία και τη σύνθεση στοιχείων από ποικίλες πηγές οδηγείται σε συμπεράσματα και διαπιστώσεις. 

Το μάθημα «Πηγές της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος» προσφέρει τη δυνατότητα στους μεταπτυχιακούς φοιτητές να εντοπίζουν, μελετούν, αξιολογούν και αξιοποιούν τις πηγές της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών θεσμών του ελλαδικού χώρου. 

Θεμελιώδους σημασίας θεωρούνται οι περιεχόμενες στην Καινή Διαθήκη πηγές όπως οι Πράξεις των Αποστόλων και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου (Α’ και Β’ προς Θεσσαλονικείς, Α’ και Β’ προς Κορινθίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Τίτον), κείμενα τα οποία παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες και τις συνθήκες υπό τις οποίες ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. 

Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι η μαρτυρίες των έργων των Αποστολικών Πατέρων (Α ́ επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης προς τους Κορινθίους στα τέλη του 1ου αι.και η επιστολή του αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης προς τους Φιλιππησίους περί το 110-111 μ.Χ.), όπως και των έργων των αρχαίων Αθηναίων Απολογητών.

Από τον 3ο αι. και εφεξής αξιόλογες πληροφορίες προσφέρουν τα έργα του Κλήμεντα του Αλεξανδρέα, του Ωριγένη και του πρώτου εκκλησιαστικού ιστορικού Ευσεβίου Καισαρείας, καθώς και των μεταγενέστερων εκκλησιαστικών ιστορικών και βυζαντινών χρονογράφων, αλλά και εκείνων της μεταβυζαντινής περιόδου, που συνεχίζουν την παράδοση της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας, μερικοί εκ των οποίων σχετίζονται άμεσα με τον ελλαδικό χώρο (Μελέτιος Αθηνών).

Σημαντικές πηγές της Εκκλησιαστικής ιστορίας της Ελλάδος καθίστανται επίσης τα πρακτικά τοπικών και οικουμενικών Συνόδων, τα αρχαία μαρτυρολόγια, αλλά και τα μεταγενέστερα αγιολογικά κείμενα που συνετάγησαν για αγίους του ελλαδικού χώρου, καθώς επίσης και τα εκκλησιαστικά Τακτικά (Notitiae Episcopatuum) και άλλες ομάδες ιστορικών εγγράφων, όπως τα κτητορικά Τυπικά και οι Διαθήκες. Εξίσου ενδιαφέρουσες ιστορικές πηγές καθίστανται και τα διάσπαρτα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο χριστιανικά μνημεία (ναοί, μονές και άλλα χριστιανικά κτίρια), από την παλαιοχριστιανική περίοδο ώς τις ημέρες μας, καθώς και το σωζόμενο επιγραφικό υλικό.

Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό ιστορικό υλικό διαθέτουν οι Συλλογές χειρογράφων και οι Αρχειακές συλλογές (χειρόγραφα, αρχειακοί κώδικες και το πλήθος των συλλογών λυτών εγγράφων) που απόκεινται σε εκκλησιαστικές και μοναστηριακές βιβλιοθήκες αλλά και σε οργανωμένα επίσημα Αρχεία εγγράφων (όπως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Υπουργείων κ.ά.) σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και εκτός αυτής (Βιβλιοθήκες και Αρχεία Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, Ελληνικές συλλογές χειρογράφων και Αρχεία αποκείμενα στο εξωτερικό κλπ).

Όλες αυτές οι πηγές παρουσιάζονται σε συνάρτηση με τα παλαιότερα αλλά και τα σύγχρονα instrumenta studiorum, τα εργαλεία μελέτης και έρευνάς τους, τα οποία πλέον είναι προσβάσιμα και μέσα από τις αναπτυχθείσες ψηφιακές Βάσεις δεδομένων, τα Ψηφιακά αποθετήρια και τις ηλεκτρονικές Πύλες που έχουν δημιουργηθεί από ακαδημαϊκούς και επιστημονικούς φορείς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Αναγνώριση του χριστιανικού μνημείου, των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του, κυρίως στον Ελλαδικό χώρο κατά τη βυζαντινή εποχή, τη μεταβυζαντινή περίοδο, το διάστημα της Τουρκοκρατίας και τη σύγχρονη εποχή. Εντοπισμός και ερμηνεία στοιχείων σχετικά με την ανοικοδόμηση του μνημείου, τη δημιουργία του εφόσον πρόκειται για φορητό μνημείο, την αρχιτεκτονική του, τη ζωγραφική του και τη διάσωσή του μέσα στους αιώνες. Καταγραφή και παρουσίαση των τρόπων διαχείρισης των χριστιανικών μνημείων του Ελλαδικού χώρου κατά εποχή. Καταγραφή και παρουσίαση των τρόπων προστασίας των χριστιανικών μνημείων ως μέρος της εγχώριας και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Εξετάζεται η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος από την εμφάνιση του Χριστιανισμού (1ος μ.Χ. αι.) έως την μονομερή ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (1833).

Παρουσιάζεται και συζητείται η ιστορική επισκόπηση της ορθοδόξου θεολογίας απαρχής μέχρι σήμερα με τη συνεξέταση ιστορικών και πνευματικών παραγόντων διαμόρφωσής της (κύριοι σταθμοί, πρόσωπα-συντελεστές, μνημεία χριστιανικού πολιτισμού). Η θεολογία αυτή ερμηνεύει αυθεντικά μια πίστη άρρηκτα συνδεδεμένη με την εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας, που πορεύεται στον κόσμο και την ιστορία.